Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γκαστρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γκαστρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [gasˈtrɔnɔ] VERB μεταβ

1. γκαστρώνω (αφήνω έγκυο):

γκαστρώνω

2. γκαστρώνω μτφ (ενοχλώ υπερβολικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский