Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γερασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γερασμέν|ος <-η, -ο> [jɛrazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

γερασμένος
φαινόταν πολύ γερασμένος

Παραδειγματικές φράσεις με γερασμένος

φαινόταν πολύ γερασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский