Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γήρανση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γήρανσ|η <-εις> [ˈjiransi] SUBST θηλ SUBST θηλ

γήρανση
Alterung θηλ
γήρανση του δέρματος
Hautalterung θηλ
φυσική γήρανση

Παραδειγματικές φράσεις με γήρανση

φυσική γήρανση
γήρανση του δέρματος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский