Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βυθίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βυθί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [viˈθizɔ] VERB μεταβ

1. βυθίζω (ρίχνω στο βυθό):

βυθίζω

2. βυθίζω (βουτώ σε υγρό):

βυθίζω σε
tauchen in +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский