Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βρόχι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βρόχι [ˈvrɔçi] SUBST ουδ

1. βρόχι (θηλιά):

βρόχι
Schlinge θηλ

2. βρόχι μτφ:

die Maschen θηλ πλ des Gesetzes

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский