Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: βραβευμένος , βράβευση , βραβεύω και διακεκαυμένη

I . βραβευμέν|ος <-η, -ο> [vravɛvˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

II . βραβευμέν|ος [vravɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

βράβευσ|η <-εις> [ˈvravɛfsi] SUBST θηλ

διακεκαυμένη [ðiacɛkavˈmɛni] SUBST θηλ ΓΕΩΓΡ

βραβ|εύω <-εψα [ή -ευσα], -εύτηκα, -ευμένος> [vraˈvɛvɔ] VERB μεταβ

1. βραβεύω (απονέμω βραβείο):

2. βραβεύω (ανταμείβω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский