Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βραβευμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βραβευμέν|ος <-η, -ο> [vravɛvˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

βραβευμένος με
ausgezeichnet mit +δοτ

II . βραβευμέν|ος [vravɛvˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

βραβευμένος
Preisgewinner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский