Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουτιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουτιά [vuˈtça] SUBST θηλ

1. βουτιά (πήδημα):

βουτιά
Kopfsprung αρσ

2. βουτιά (κλοπή):

3. βουτιά ΑΘΛ (στο βόλεϊ):

βουτιά
Hechtabwehr θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βουτιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский