Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βουβ|αίνω <-ανα, -άθηκα, -αμένος> [vuˈvɛnɔ] VERB μεταβ (αποστομώνω)

βουβαίνω

II . βουβαίνομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский