Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουβάλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουβάλα [vuˈvala] SUBST θηλ

1. βουβάλα ΖΩΟΛ:

βουβάλα
Büffelkuh θηλ

2. βουβάλα (υβριστικά):

βουβάλα
dumme Kuh θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский