Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βομβώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βομβ|ώ <-είς, -ησα> [vɔɱˈvɔ] VERB αμετάβ

1. βομβώ (έντομο):

βομβώ

2. βομβώ (αφτιά):

βομβώ

3. βομβώ (αεροπλάνο):

βομβώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский