Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλεφαρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλεφαρικ|ός <-ή, -ό> [vlɛfariˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βλεφαρικός (γενικά):

βλεφαρικός
Wimpern-

2. βλεφαρικός:

βλεφαρικός ΙΑΤΡ, ΑΝΑΤ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский