Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βιομηχανικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βιομηχανικ|ός <-ή, -ό> [viɔmixaniˈkɔs] ΕΠΊΘ

βιομηχανικός
industriell, Industrie-
Industrieabfall αρσ ενικ
βιομηχανικός εργάτης/εργάτρια
Industriearbeiter(in) αρσ (θηλ)
Industrieanlage θηλ ενικ
βιομηχανικός εξοπλισμός
Industriekreise αρσ πλ
βιομηχανικός κίνδυνος
Industriegefahren θηλ πλ
βιομηχανικός σχεδιασμός
Industrieland ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με βιομηχανικός

βιομηχανικός κλάδος
βιομηχανικός εξοπλισμός
βιομηχανικός εργάτης
βιομηχανικός κίνδυνος
Industriegefahren θηλ πλ
βιομηχανικός σχεδιασμός
βιομηχανικός εργάτης/εργάτρια
Industriearbeiter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский