Ελληνικά » Γερμανικά

βιβλιοπώλης (βιβλιοπώλισσα) [vivliɔˈpɔlis, vivliɔˈpɔlisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βιβλιοδέτης (βιβλιοδέτρια) [vivliɔˈðɛtis, vivliɔˈðɛtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βιβλιοθηκάριος [vivliɔθiˈkariɔs] SUBST mf

βιβλιολάτρης (βιβλιολάτρισσα) [vivliɔˈlatris, vivliɔˈlatrisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βιβλιοστάτης [vivliɔˈstatis] SUBST αρσ

βιβλιοφάγος [vivliɔˈfaɣɔs] SUBST αρσ και μτφ

βιβλικ|ός <-ή, -ό> [vivliˈkɔs] ΕΠΊΘ

βιβλιακ|ός <-ή, -ό> [vivliaˈkɔs] ΕΠΊΘ

βιβλιοθηκονομία [vivliɔθikɔnɔˈmia] SUBST θηλ

βιβλιοσυλλέκτης (βιβλιοσυλλέκτρια) [vivliɔsiˈlɛktis, vivliɔsiˈlɛktria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский