Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βελόνα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βελόνα [vɛˈlɔna] SUBST θηλ, βελόνι [vɛˈlɔni] SUBST ουδ

βελόνα
Nadel θηλ
δεν έπεφτε βελόνα
βελόνα πλεξίματος
Stricknadel θηλ
βελόνα έλατου
Tannennadel θηλ
βελόνα ραψίματος
Nähnadel θηλ
μαγνητική βελόνα
Magnetnadel θηλ
βελόνα για το λαρδί
Spicknadel θηλ
βελόνα ραδίου ΦΥΣ
Radiumnadel θηλ
βελόνες ΣΙΔΗΡ
Weiche θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με βελόνα

βελόνα θηλ ραδίου
βελόνα έλατου
βελόνα ραψίματος
Nähnadel θηλ
μαγνητική βελόνα
βελόνα ραδίου ΦΥΣ
βελόνα για το λαρδί
Spicknadel θηλ
δεν έπεφτε βελόνα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский