Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βελονιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βελονιά|ζω <-σα, -σμένος> [vɛlɔˈɲazɔ] VERB μεταβ

1. βελονιάζω (την κλωστή):

βελονιάζω

2. βελονιάζω (ράβω):

βελονιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский