Ελληνικά » Γερμανικά

βελονιστής (βελονίστρια) [vɛlɔnisˈtis, vɛlɔˈnistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βελονιστής (βελονίστρια)
Akupunkteur(in) αρσ (θηλ)

βελονισμός [vɛlɔnizˈmɔs] SUBST αρσ

βελονίδα [vɛlɔˈniða] SUBST θηλ ΖΩΟΛ

βελονιά|ζω <-σα, -σμένος> [vɛlɔˈɲazɔ] VERB μεταβ

1. βελονιάζω (την κλωστή):

2. βελονιάζω (ράβω):

βελονίτης [vɛlɔˈnitis] SUBST αρσ ΓΕΩΛ

βελονάκι [vɛlɔˈnaci] SUBST ουδ

1. βελονάκι (για πλέξιμο):

Häkelnadel θηλ

2. βελονάκι (καρφί):

Versenknagel αρσ

ερπύστρια [ɛrˈpistria] SUBST θηλ

βελονιά [vɛlɔˈɲa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский