Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαρέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βαρέλα [vaˈrɛla] SUBST θηλ

1. βαρέλα (μεγάλο βαρέλι):

βαρέλα
Tonne θηλ

2. βαρέλα μειωτ (γυναίκα):

βαρέλα
fette Tonne θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский