Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βίος [ˈviɔs] SUBST αρσ

2. βίος (διάρκεια της ζωής):

βίος
Lebensdauer θηλ

βιο(ς) [vjɔ(s)] SUBST ουδ αμετάβλ

Παραδειγματικές φράσεις με βίος

βίος αρσ ανθόστρωτος
Eheleben ουδ
ο δημόσιος βίος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский