Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αοριστία , αόριστος και αοριστολογώ

αοριστία [aɔrisˈtia] SUBST θηλ

I . αόριστ|ος <-η, -ο> [aˈɔristɔs] ΕΠΊΘ

II . αόριστ|ος <-η, -ο> [aˈɔristɔs] SUBST αρσ ΓΛΩΣΣ

αοριστολογ|ώ <-είς, -ησα> [aɔristɔlɔˈɣɔ] VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский