Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αχαΐρευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αχαΐρευτ|ος <-η, -ο> [axaˈirɛftɔs] ΕΠΊΘ

αχαΐρευτος
αυτός ο αχαΐρευτος!
αχαΐρευτος άνθρωπος
Taugenichts αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αχαΐρευτος

αχαΐρευτος άνθρωπος
αυτός ο αχαΐρευτος!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский