Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοκινητιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοκινητιστής (αυτοκινητίστρια) [aftɔcinitisˈtis, aftɔciniˈtistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (οδηγός)

αυτοκινητιστής (αυτοκινητίστρια)
Autofahrer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский