Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοκέφαλος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοκέφαλ|ος <-η, -ο> [aftɔˈcɛfalɔs] ΕΠΊΘ

1. αυτοκέφαλος:

αυτοκέφαλος

2. αυτοκέφαλος ΘΡΗΣΚ:

αυτοκέφαλος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский