Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοϊκανοποιούμαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοϊκανοποι|ούμαι <-ήθηκα> [aftɔikanɔpiˈumɛ] VERB αυτοπ ρήμα (και: αυνανίζομαι)

αυτοϊκανοποιούμαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский