Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ατέλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ατέλεια [aˈtɛlia] SUBST θηλ

1. ατέλεια (έλλειψη τελειότητας):

ατέλεια

2. ατέλεια (ελάττωμα: σε κάποιο σύστημα, οργανισμό):

ατέλεια

3. ατέλεια (απαλλαγή από τέλη):

φορολογική ατέλεια
δασμολογική ατέλεια
Zollfreiheit θηλ
τελωνειακή ατέλεια
Zollfreiheit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ατέλεια

φορολογική ατέλεια
δασμολογική ατέλεια
τελωνειακή ατέλεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский