Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτεκνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτεκν|ος <-η, -ο> [ˈatɛknɔs] ΕΠΊΘ

1. άτεκνος (χωρίς παιδιά):

άτεκνος

2. άτεκνος (στείρος):

άτεκνος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский