Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστιγματισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστιγματισμός [astiɣmatizˈmɔs] SUBST αρσ

αστιγματισμός
Astigmatismus αρσ
αστιγματισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский