Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστήρικτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστήριχτ|ος [aˈstirixtɔs], αστήρικτ|ος [aˈstiriktɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. αστήριχτος (χωρίς στήριγμα):

2. αστήριχτος (αβάσιμος: επιχείρημα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский