Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασταμάτητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασταμάτητ|ος <-η, -ο> [astaˈmatitɔs] ΕΠΊΘ

1. ασταμάτητος (που δε σταματάει):

ασταμάτητος

2. ασταμάτητος (που δεν μπορεί κανείς να τον σταματήσει):

ασταμάτητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский