Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασταμάτητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασταμάτητα [astaˈmatita] ΕΠΊΡΡ

ασταμάτητα
δουλεύει/βρέχει ασταμάτητα

Παραδειγματικές φράσεις με ασταμάτητα

μιλώ ασταμάτητα
δουλεύει/βρέχει ασταμάτητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский