Ελληνικά » Γερμανικά

ασθματικ|ός <-ή, -ό> [asθmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

αντιασθματικό [andiasθmatiˈkɔ] SUBST ουδ

αντιασθματικός <-ή, -ό> [andiasθmatiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ασθμαίνω [asˈθmɛnɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

θεματική [θɛmatiˈci] SUBST θηλ

δογματική [ðɔɣmatiˈci] SUBST θηλ

χρωματική [xrɔmatiˈci] SUBST θηλ ΦΥΣ

αιτιατική [ɛtiatiˈci] SUBST θηλ ΓΛΩΣΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский