Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσθμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσθμα [ˈasθma] SUBST ουδ ΙΑΤΡ

άσθμα
Asthma ουδ
αλλεργικό άσθμα
βρογχικό άσθμα
καρδιακό άσθμα
Herzasthma ουδ
Lungenasthma ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με άσθμα

βρογχικό άσθμα
καρδιακό άσθμα
Herzasthma ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский