Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασανσέρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασανσέρ [asanˈsɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

ασανσέρ
Aufzug αρσ
ασανσέρ
Fahrstuhl αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ασανσέρ

φρεάτιο του ασανσέρ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский