Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασάλευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασάλευτ|ος <-η, -ο> [aˈsalɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. ασάλευτος (που δε κινείται):

ασάλευτος

2. ασάλευτος μτφ (ακλόνητος):

ασάλευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский