Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αρραβωνιαστικός , αρραβωνιασμένος και αρραβωνιάζω

αρραβωνιαστικός (αρραβωνιαστικιά) [aravɔɲastiˈkɔs, aravɔɲastiˈca] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρραβωνιαστικός (αρραβωνιαστικιά)

αρραβωνιασμέν|ος <-η, -ο> [aravɔɲazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

I . αρραβωνιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [aravɔˈɲazɔ] VERB μεταβ

II . αρραβωνιάζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский