Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρνησίθρησκος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρνησίθρησ|κος (-κη) [arniˈsiθris|kɔs, -ci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αρνησίθρησκος (-κη)
Apostat(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский