Ελληνικά » Γερμανικά

αρμυρ|ός [armiˈrɔs], αλμυρ|ός [almiˈrɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

αρμυρός

αλμυρ|ός [almiˈrɔs], αρμυρ|ός [armiˈrɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. αλμυρός:

2. αλμυρός μτφ (τιμή):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский