Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αριστεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αριστ|εύω <-εψα> [arisˈtɛvɔ] VERB αμετάβ (διακρίνομαι)

αριστεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский