Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αράπικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αράπικ|ος <-η, -ο> [aˈrapikɔs] ΕΠΊΘ

1. αράπικος (μαύρος):

αράπικος
tiefschwarze Augen ουδ πλ

2. αράπικος (αραβικός):

αράπικος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский