Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόκρυφος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόκρυφ|ος <-η, -ο> [aˈpɔkrifɔs] ΕΠΊΘ

1. απόκρυφος (κρυφός, κρυμμένος: κάποιο μέρος):

απόκρυφος

2. απόκρυφος (κρυφός και μυστικός):

απόκρυφος
Geheimwissenschaften θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский