Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απωθώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απωθ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔˈθɔ] VERB μεταβ

1. απωθώ (απομακρύνω με ώθηση, αποκρούω):

απωθώ

2. απωθώ (εχθρό):

απωθώ

3. απωθώ ΨΥΧ (συναισθήματα):

απωθώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский