Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αποσύνδεση , αποσύνθεση , αποσυνδέω , ανασύνδεση και αποσυνθέτω

αποσύνδεσ|η <-εις> [apɔˈsinðɛsi] SUBST θηλ

1. αποσύνδεση (αποχωρισμός):

Trennung θηλ

2. αποσύνδεση (ηλεκτρικής συσκευής):

Trennung θηλ vom Netz

αποσυνδέ|ω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔsinˈðɛɔ] VERB μεταβ

1. αποσυνδέω (αποχωρίζω):

2. αποσυνδέω (ηλεκτρική συσκευή):

αποσύνθεσ|η <-εις> [apɔˈsinθɛsi] SUBST θηλ

1. αποσύνθεση (γενικά: διάλυση):

Auflösung θηλ in +αιτ

2. αποσύνθεση ΧΗΜ:

Zersetzung θηλ

3. αποσύνθεση μτφ (πολιτισμού):

Verfall αρσ

αποσυν|θέτω <-θεσα, -τέθηκα, -θεμένος [ή -τεθειμένος] > [apɔsinˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. αποσυνθέτω (γενικά: διαλύω):

2. αποσυνθέτω ΧΗΜ:

3. αποσυνθέτω (μηχάνημα):

ανασύνδεσ|η <-εις> [anaˈsinðɛsi] SUBST θηλ

1. ανασύνδεση (σχέσεων):

2. ανασύνδεση (τηλεφώνου):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский