Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απολιθώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απολιθώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔliˈθɔnɔ] VERB μεταβ (μεταβάλλω σε πέτρα)

απολιθώνω

II . απολιθώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. απολιθώνομαι μτφ (από τρόμο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский