Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απογειώνομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απογειώ|νομαι <-θηκα, -μένος> [apɔjiˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

1. απογειώνομαι ΑΕΡΟ:

απογειώνομαι

2. απογειώνομαι μτφ:

απογειώνομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский