Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απειρία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απειρία [apiˈria] SUBST θηλ

1. απειρία (έλλειψη πείρας):

απειρία

2. απειρία (άπειρο πλήθος):

απειρία
Unendlichkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский