Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπειρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπειρο [ˈapirɔ] SUBST ουδ

άπειρο
Unendlichkeit θηλ
επ' άπειρο(ν)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский