Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαγορευτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαγορευτικ|ός <-ή, -ό> [apaɣɔrɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. απαγορευτικός (που απαγορεύει):

απαγορευτικός
Verbots-

2. απαγορευτικός (τιμές):

απαγορευτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский