Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαγγέλνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαγγ|έλλω [apaɲˈɟɛlɔ], απαγγ|έλνω <-ειλα, -έλθηκα, -ελμένος> VERB μεταβ

1. απαγγέλλω (ποίημα):

2. απαγγέλλω ΝΟΜ (απόφαση):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский