Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανυψώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανυψώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [aniˈpsɔnɔ] VERB μεταβ

1. ανυψώνω (σηκώνω ψηλά):

ανυψώνω

2. ανυψώνω (με γερανό):

ανυψώνω

3. ανυψώνω (ψηλώνω: τοίχο):

ανυψώνω

4. ανυψώνω (ηθικό):

ανυψώνω

5. ανυψώνω (άγκυρα):

ανυψώνω

6. ανυψώνω (σημαία):

ανυψώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский