Ελληνικά » Γερμανικά

αντιπροσώπευσ|η <-εις> [andiprɔˈsɔpɛfsi] SUBST θηλ

αντιπροσωπευτικ|ός <-ή, -ό> [andiprɔsɔpɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αντιπροσωπευτικότητα [andiprɔsɔpɛftiˈkɔtita] SUBST θηλ

αντιπροσωπεύ|ω <-σα, -τηκα> [andiprɔsɔˈpɛvɔ] VERB μεταβ

1. αντιπροσωπεύω (είμαι αντιπρόσωπος):

2. αντιπροσωπεύω (συγκεντρώνω τα χαρακτηριστικά):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский